Προϋποθέσεις για την συνάντηση !!!


Το είδος της συνάντησης.
Όπως και να το κάνουμε, καθένας που επιδιώκει τη συνάντηση με τα βαθειά νοήματα του κόσμου είναι μόνος και πρέπει να μάθει να αναγνωρίζει την ύπαρξη του άλλου. Και αυτή η αναγνώριση πρέπει να γίνει μέσα σε μία σχέση κι όχι στην απομόνωση. Αυτό είναι σημαντικό. Δεν γνωρίζουμε τίποτα και κανένα παρά μόνο μέσα από μία σχέση. Αν αποσυνδεθούμε, τίποτα δεν υπάρχει για μας.
Αλλά είναι επικίνδυνο να μην ξέρουμε τίποτα και κανένα παρά μόνο σε σχέση με τον εαυτό μας. Αυτό σημαίνει να αποκεντρώσουμε το σύμπαν. Αναφέροντας τα πάντα στον εαυτό μας τον παραμορφώνουμε και τον κάνουμε τόσο μικρό και τιποτένιο, όπως είμαστε εμείς, με τις μικρές και τιποτένιες επιθυμίες μας. Έτσι όταν αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη του άλλου, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να παραμερίσουμε ως ένα βαθμό τον εαυτό μας, να τον υπερβούμε και να παραδεχθούμε τις ανάγκες του άλλου και τα δικαιώματά του για ανεξαρτησία και ελευθερία, έξω από μας. Πρέπει να αποδεχτούμε αυτή την ετερότητα που δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Ο,τι και να κάνουμε, όσο καλά και να τον ξέρουμε, όσο κοντά του κι αν είμαστε, και αυτό είναι ακόμα πιο αληθές για τον άνθρωπο με το Θεό παρά για τον άνθρωπο με τον άνθρωπο, πάντα παραμένει ένα κεντρικό μυστήριο που ποτέ δεν μπορούμε να το λύσουμε.
Στο Βιβλίο της Αποκαλύψεως υπάρχει ένα εξαιρετικό εδάφιο, όπου ο Ιωάννης λέει ότι αυτοί που πηγαίνουν στη Βασιλεία παίρνουν μία άσπρη πέτρα με ένα όνομα γραμμένο πάνω της το οποίο γνωρίζουν μόνο αυτοί κι ο Θεός. Αυτό το όνομα δεν είναι η ετικέττα που μας δόθηκε και που μας φωνάζουν σε αυτό τον κόσμο.
Το αληθινό μας όνομα, το αιώνιό μας όνομα είναι φτιαγμένο ακριβώς στα μέτρα μας, για όλη μας την ύπαρξη… Μας ορίζει και μας εκφράζει τέλεια. Είναι γνωστό μόνο στο Θεό και Αυτός μας το ανακοινώνει. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το ξέρει γιατί εκφράζει τη μοναδικότητα της σχέσης μας με το Δημιουργό μας. Πόσο συχνά φθείρονται ανθρώπινες σχέσεις γιατί ένας άνθρωπος θέλει να αποκαλυφτεί περισσότερο από το δυνατό η γιατί ο άλλος άνθρωπος θέλει να διεισδύσει σε μία περιοχή που είναι ιερή και μόνο για το Θεό.
Είναι μια μάταιη επιθυμία και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Είναι σαν ένα παιδί που ψάχνει να βρει την πηγή μιας πηγής, το σημείο από όπου αρχίζει να βγαίνει το νερό, το σημείο πριν από το οποίο δεν υπάρχει νερό. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί κανείς μόνο να καταστρέψει, όχι να ανακαλύψει.
Αλλά δεν αρκεί να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα του άλλου για να υπάρχει, να αποδεχτούμε αυτή τη μη παραγνωρίσιμη ετερότητα. Πρέπει να είμαστε ικανοί να δούμε, να ακούσουμε και να κρίνουμε. Αλλοιώς η συνάντηση δεν θα είναι καρποφόρα.
Όραση.
Ο Χριστός μιλά για την καθαρή όραση που χρειαζόμαστε για να βλέπουμε, τα πράγματα όπως είναι. Αν υπάρχει κάτι στραβό με τα μάτια μας τότε προεκτείνουμε σκιές πάνω στα πράγματα η βλέπουμε, αντί γι’ αυτά, τα παραμορφωμένα σχήματα που τα φτωχά μας μάτια διαμορφώνουν στη φαντασία μας. Αλλά η καθαρή όραση δεν είναι αρκετή. Πρέπει να διαλέξουμε και το σωστό σημείο εποπτεύσεως. Πρέπει να βρούμε τη σωστή απόσταση, από την οποία μπορούμε να δούμε ολόκληρο το αντικείμενο. Δεν είναι αυτό ουσιώδες για να κοιτάξουμε ένα έργο τέχνης; Ένας πίνακας η ένα άγαλμα πρέπει να ιδωθεί ούτε από πολύ κοντά ούτε από πολύ μακρυά. Υπάρχει το βέλτιστο σημείο, από όπου το βλέπουμε όπως θέλησε ο καλλιτέχνης, από όπου μπορούμε να δούμε το όλο χωρίς να καταβληθούμε από τα τμήματά του. Το ίδιο ισχύει για τις ανθρώπινες σχέσεις. Πρέπει να βρούμε τη σωστή απόσταση, όχι στο χώρο και στο χρόνο αλλά στην εσωτερική ελευθερία• την ελευθερία που είναι ένας σύνδεσμος αλλά όχι μια αλυσίδα.
Ένα παράδειγμα που χρησιμοποίησε σε κάποιο προηγούμενο βιβλίο θα διασαφηνίσει ίσως το πράγμα καλύτερα από μια μακροσκελή συζήτηση. Σε ένα αξιοσημείωτο βιβλίο ο Αγγλος συγγραφέας Charles Williams μας δείχνει ένα κορίτσι που μόλις σκοτώθηκε σε μια συντριβή αεροπλάνου. Η ψυχή της αποδεσμευμένη από το σώμα της ανακαλύπτει ένα νέο κόσμο που δεν τον είχε δει ποτέ πριν μόλις εισχώρησε στον αόρατο κόσμο που είναι τώρα η μοναδική πραγματικότητα γι’ αυτήν.
Δεν μπορεί να δει τον ορατό κόσμο με τα μάτια της ψυχής της. Κάποια στιγμή βρίσκει τον εαυτό της πλάι στον Τάμεση. Τον είχε δει πριν σαν ένα φαύλο ξέσπασμα βρωμερού νερού, ένα χώρο αποβλήτων για το Λονδίνο. Αλλά επειδή είναι τώρα εκτός του σώματός της και δεν συνδέει τα πάντα με τον εαυτό της, βλέπει τον Τάμεση για πρώτη φορά. Τον ανακαλύπτει σαν μια πραγματικότητα, ένα μεγάλο ποτάμι που κυλά μέσα σε μια μεγάλη πόλη. Τα νερά του είναι βρώμικα και σκοτεινά, μεταφέρουν τα απόβλητα του Λονδίνου στη θάλασσα.
Αλλά αυτό γίνεται όπως θάπρεπε να γίνεται, αυτός είναι ο κανονικός τους ρόλος και είναι αυθεντικά. Και όταν τα βλέπει όπως είναι και τα αποδέχεται, χωρίς συναισθήματα και φυσική αποστροφή γιατί δεν μπορεί πια να αισθανθεί αηδία γι’ αυτά, αφού δεν έχει πια σώμα για να λουστεί σ’ αυτά η χείλη για να πιεί απ’ αυτά, βλέπει τα βάθη των υδάτων. Γίνονται όλο και λιγότερο σκοτεινά. Στο τέλος γίνονται διάφανα. Αυτή η διαφάνεια μεγαλώνει μέχρις ότου στην καρδιά των υδάτων βλέπει μια φωτεινή κλωστή που είναι το αρχέγονο νερό, όπως τόφτιαξε ο Θεός, και στην καρδιά αυτού του αρχέγονου νερού, μία ακόμα πιο φωτεινή κλωστή, που είναι το υπέροχο νερό που πρόσφερε ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα.
Με την αποσωμάτωσή της η νεαρή κοπέλλα έγινε ικανη να δει πράγματα για τα οποία πριν ήταν τυφλή. Το ίδιο ισχύει για μας. Αν μπορούσαμε να αποκολληθούμε από τους εαυτούς μας και να κερδίσουμε την εσωτερική ελευθερία που οι Πατέρες αποκαλούσαν απάθεια, δηλαδή απουσία παθών, θα μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα όλο και περισσότερο φωτεινά. Θα μπορούσαμε επίσης να δούμε την αίγλη της παρουσίας του Θεού σ’ αυτό το σκοτεινό και αδιαφανή κόσμο. Θα μπορούσαμε να δούμε τη Χάρη να δρα παντού και σε όλα τα πράγματα.
Ακοή.
Είπα πριν ότι δεν αρκεί να βλέπουμε. Πρέπει επίσης να ακούμε. Η ακοή είναι μία πράξη εντατικής προσοχής. Για να ακούσουμε δε φτάνει να δανείσουμε απλά τα αυτιά μας, αλλά πρέπει επίσης να δοκιμάσουμε και να καταλάβουμε το νόημα και την ένταση των λέξεων. Να ακούμε, σημαίνει να σκύβουμε τα κεφάλια μας με ταπείνωση, γιατί αυτή είναι ικανή να αποδεχτεί αυτό που το άλλο πρόσωπο σπέρνει στο έδαφος του μυαλού και της καρδιάς μας. Αυτό είναι το αληθινό νόημα της αγγλικής λέξης «humility» (=ταπείνωση). Προέρχεται από το λατινικό «humus», γόνιμο χώμα, αυτό το χώμα που πια δεν το προσέχουμε γιατί είμαστε συνηθισμένοι σ’ αυτό, βουβό και σκοτεινό, ικανό να χρησιμοποιεί σωστά τα σκουπίδια που αναποδογυρίζουμε πάνω του, ικανό να μετασχηματίζει τα απόβλητά μας σε πλούτο, να αποδέχεται κάθε σπόρο, να του δίνει σώμα, ζωή, ανάπτυξη έτσι ώστε αυτός να ολοκληρωθεί στον εαυτό του, χωρίς ποτέ να του αλλάζει τη φύση του. Όπως η πλούσια, σιωπηρή και δημιουργική γη, θα πρέπει κι εμείς να προσφέρουμε τον εαυτό μας στον Άλλο.
Ταπείνωση και υπακοή.
Αλλά η ταπείνωση αυτή είναι επίσης και υπακοή. Η λατινική λέξη obaudire σημαίνει και να ακούς και να υπακούς. Πρέπει να προσέχουμε για να ακούσουμε και να εκμεταλλευόμαστε αυτό που ακούμε. Αυτή είναι η σωστή συμπεριφορά προς το Θεό, ολοκληρωτική προσοχή, γιατί πρέπει να τον ακούσουμε και να έχουμε την αποφασιστική επιθυμία να δεχτούμε το μήνυμά του και να το χρησιμοποιήσουμε, δηλαδή να μετασχηματιστούμε, να αλλοιωθούμε, να σταματήσουμε να είμαστε αυτό που είμαστε και να γίνουμε αυτό για το οποίο κληθήκαμε.
Αυτή η θεμελιώδης στάση προσευχής μοιάζει λίγο με έναν τσιλιαδόρο. Σηκώνεται νωρίς το πρωί γιατί πρέπει να φτάσει τα χωράφια και τα δάση πριν ξυπνήσουν τα πουλιά, έτσι ώστε να μην τον δούνε να έρχεται. Είναι σιωπηρός και τελείως ακίνητος. Είναι γεμάτος μάτια και αυτιά. Είναι ευαίσθητος σε κάθε ήχο και κίνηση. Ακούει και κοιτά αλλά δεν θα δει τι γίνεται γύρω του παρά μόνο, αν είναι ελεύθερος από προκαταλήψεις, έτοιμος να ακούσει αυτά που θα πει ο Θεός. Είναι μία στάση αυτό-παράδοσης που είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά ενεργητική. Αυτό-παράδοση γιατί σαν τη γη, το «χώμα», προσφέρεται χωρίς ενδοιασμό. Ενεργητική, γιατί είναι έτοιμος να αποκριθεί σε κάθε πρόταση του Θεού, σε κάθε κλήση.

Κατά συνέπεια, αν θέλουμε να έχουμε μία πραγματική συνάντηση με το Θεό, χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από τα σκέτα όργανα της ακοής και της όρασης. Πρέπει να έχουμε τον ενθουσιασμό και τη λαχτάρα, πρέπει να θέλουμε να δούμε και ν’ ακούσουμε.
π. Αντωνίου Bloom

Σχόλια